κοτινηφόρος

κοτινηφόρος
κοτῐνηφόρος, ον,
A producing wild olive-trees, Mosch.Fr.3.2.
II winning a crown of wild olive,

Ζηνὸς κ. ἆθλον Inscr.Magn.181

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοτινηφόρος — κοτινηφόρος, ον (Α) 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν αγριελιές 2. αυτός που φέρει στεφάνι από κότινο, από αγριελιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + φόρος (< φόρος < φέρω). Το η είναι συνδετικό φωνήεν και εμφανίζεται αντί τού αναμενόμενου ο… …   Dictionary of Greek

  • κοτινηφόρον — κοτινηφόρος producing wild olive trees masc/fem acc sg κοτινηφόρος producing wild olive trees neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”